κομμός — striking masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κομμός — Βλ. λ. κομό. * * * (I) ο (AM κομμός) θρηνητικό άσμα τής αρχαίας τραγωδίας μσν. 1. κόψιμο 2. σφαγή αρχ. χτύπημα, ιδίως τού κεφαλιού και τού στήθους σε θρηνολογία 2. (κατά τον Ησύχ.) στον πληθ. οἱ κομμοί οι γομφίοι. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κοπ τού κόπτω + … Dictionary of Greek
κομμός — ο θρηνητικό τραγούδι της αρχαίας τραγωδίας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Коммос — (κόμμος) в древнегреческих драмах плачевные песни, певшиеся между хором и актерами … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона
κομμοῖς — κομμός striking masc dat pl κομμόω beautify pres opt act 2nd sg κομμόω beautify pres subj act 2nd sg κομμόω beautify pres ind act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κομμοί — κομμός striking masc nom/voc pl κομμόω beautify pres subj mp 2nd sg κομμόω beautify pres ind mp 2nd sg κομμόω beautify pres subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κομμοῦ — κομμός striking masc gen sg κομμόω beautify pres imperat mp 2nd sg κομμόω beautify imperf ind mp 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κομμέ — κομμός striking masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κομμῶ — κομμός striking masc gen sg (doric aeolic) κομμόω beautify pres subj act 1st sg κομμόω beautify pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κομμῶν — κομμός striking masc gen pl κομμόω beautify pres part act masc voc sg (doric aeolic) κομμόω beautify pres part act neut nom/voc/acc sg (doric aeolic) κομμόω beautify pres part act masc nom sg κομμόω beautify pres inf act (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κομμῷ — κομμός striking masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)