κομμος

κομμος
    κομμός
    Arst. κόμμος [κόπτω] ὅ
    1) биение себя в грудь (в знак скорби)
    

κόπτειν κομμόν Aesch. — бить себя в грудь

    2) (в драме) коммос, скорбная песнь
    

(κ. θρῆνος κοινὸς χοροῦ καὴ ἀπὸ σκηνῆς, sc. ἐστιν Arst.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "κομμος" в других словарях:

  • κομμός — striking masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κομμός — Βλ. λ. κομό. * * * (I) ο (AM κομμός) θρηνητικό άσμα τής αρχαίας τραγωδίας μσν. 1. κόψιμο 2. σφαγή αρχ. χτύπημα, ιδίως τού κεφαλιού και τού στήθους σε θρηνολογία 2. (κατά τον Ησύχ.) στον πληθ. οἱ κομμοί οι γομφίοι. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κοπ τού κόπτω + …   Dictionary of Greek

  • κομμός — ο θρηνητικό τραγούδι της αρχαίας τραγωδίας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Коммос — (κόμμος) в древнегреческих драмах плачевные песни, певшиеся между хором и актерами …   Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона

  • κομμοῖς — κομμός striking masc dat pl κομμόω beautify pres opt act 2nd sg κομμόω beautify pres subj act 2nd sg κομμόω beautify pres ind act 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κομμοί — κομμός striking masc nom/voc pl κομμόω beautify pres subj mp 2nd sg κομμόω beautify pres ind mp 2nd sg κομμόω beautify pres subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κομμοῦ — κομμός striking masc gen sg κομμόω beautify pres imperat mp 2nd sg κομμόω beautify imperf ind mp 2nd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κομμέ — κομμός striking masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κομμῶ — κομμός striking masc gen sg (doric aeolic) κομμόω beautify pres subj act 1st sg κομμόω beautify pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κομμῶν — κομμός striking masc gen pl κομμόω beautify pres part act masc voc sg (doric aeolic) κομμόω beautify pres part act neut nom/voc/acc sg (doric aeolic) κομμόω beautify pres part act masc nom sg κομμόω beautify pres inf act (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κομμῷ — κομμός striking masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»